πίτυρα

πίτυρα
πίτῡρα , πίτυρον
husks of corn
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πήτεα — τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.) «πίτυρα». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αβέβαιο, πιθ. εσφαλμένο τ., ο οποίος συνδέεται από ορισμένους μελετητές με τον τ. πίτυρα. Έχει προταθεί, επίσης, η σύνδεση του με τους τ. πῆν,*, πάσσω* «πασπαλίζω», η οποία, όμως, προσκρούει …   Dictionary of Greek

  • πίσιρα — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Αχαιούς) «πίτυρα». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ., αν δεν πρόκειται για εσφαλμένη γρφ., συνδέεται πιθ. με τη λ. πίτυρα] …   Dictionary of Greek

  • πιτυρώδης — ῶδες, Α [πίτυρον] 1. ο ὁμοιος με πίτυρα, πιτυροειδής 2. αυτός που περιέχει πίτυρα, πιτυρούχος 3. (για τα ούρα) αυτός που έχει τη μορφή πιτύρου («κρημνώδεες δὲ ἐν τοῑσι οὔρεσιν αἱ ὑποστάσιες... τουτέων δ ἔτι κακίους εἰσὶν αἱ πιτυρώδεες», Ιπποκρ.)… …   Dictionary of Greek

  • Pityriasis alba — Klassifikation nach ICD 10 L30.5 Pityriasis alba faciei …   Deutsch Wikipedia

  • Pityriasis alba faciei — Klassifikation nach ICD 10 L30.5 Pityriasis alba faciei …   Deutsch Wikipedia

  • Pityriasis simplex — Klassifikation nach ICD 10 L30.5 Pityriasis alba faciei …   Deutsch Wikipedia

  • SOCOTH-BENOTH — Idolum Babyloniorum, 2. Regum c. 17. v. 30. Ubi, postquam Salmanassar Rex Assyriae, excisô Samaritanorum regnô, incolas captivos abduxerat, migrare iubens in Samariam colonias de Babel, de Cuth, de Ava, de Hamath, et de Sepharvaim: dicitur,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πητίται — οἱ, Α (κατά τον Ησύχ.) «πιτύρινοι ἄρτοι. Λάκωνες». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αβέβαιο, πιθ. εσφαλμένο τ., ο οποίος συνδέεται από ορισμένους μελετητές με τον τ. πίτυρα. Έχει προταθεί, επίσης, η σύνδεση του με τους τ. πῆν*, πάσσω «πασπαλίζω», η οποία,… …   Dictionary of Greek

  • πιτυρούχος — α, ο, Ν 1. αυτός που περιέχει πίτυρα («πιτυρούχο αλεύρι») 2. το αρσ. ως ουσ. ο πιτυρούχος ο πιτυρίτης άρτος, το πιτυρούχο ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + ούχος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek

  • πιτυρόλουτρο — το, Ν λουτρό σε νερό όπου έχουν βραστεί πίτυρα και που θεωρείται ως κατευναστικό και μαλακτικό, ενώ ενδείκνυται και σε παθήσεις τού δέρματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + λουτρό] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”